σχετικισμός

σχετικισμός
Λέγεται και σχετικοκρατία. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αντιμετώπιση της πραγματικότητας (φυσικής, ιστορικής ή ηθικής) που αποκλείει την ύπαρξη απόλυτων αρχών ερμηνείας και συμπεριφοράς, που να ισχύουν δηλαδή σε κάθε τόπο και χρόνο. Συχνότατα συναντώμενες στην αρχαία σκέψη (φτάνει να θυμηθούμε μορφές σοφιστών όπως ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Καλλικλής και τους αντιπρόσωπους του ελληνικού σκεπτικισμού από τον Πύρρωνα τον Ηλείο ως το Σέξτο τον Εμπειρικό), σχετικοκρατικές αντιλήψεις σχετικά με τη φύση της εμπειρίας και της ηθικής ζωής συνόδευσαν, κατά πολλούς τρόπους, χωρίς όμως να ταυτίζονται αναγκαστικά μ’ αυτές, όλες τις νεώτερες προσπάθειες αντιμετώπισης της πραγματικότητας ως ιστορίας, εξέλιξης, προόδου. Από το 18o αι. κυρίως κι ύστερα η πολυαρχία των κανόνων και των αξιών έγινε διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη των φυσικών και των ηθικών επιστημών και επομένως η βασική προϋπόθεση που πρόβαλλαν οι εμπειριοκρατικοϋλιστικές, θετικιστικές και ιστορικές φιλοσοφίες εναντίον των απόλυτων αρχών της μεταφυσικής. Με βάση εξάλλου την αντιμεταφυσική αυτή στάση, ο όρος σ. κατάληξε σήμερα να είναι ελάχιστα ενδεικτικός στη φιλοσοφία. Εκτός από την πολλαπλότητα των σημασιών που μπορεί να πάρει, αν κάθε φιλοσοφική έννοια του απόλυτου είναι πραγματικά αδύνατη, παύει η χρησιμότητα ενός όρου με τον οποίο συνδέονται αναπόφευκτα πλασματικές σημασίες, αρνητικές ή επικριτικές.
* * *
ο, Ν
(φιλοσ.) η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + ισμός* απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικοκρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχετικοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη η οποία υπερβάλλει τη σχετικότητα τής γνώσης αρνούμενη τον αντικειμενικό χαρακτήρα τής αλήθειας, αλλ. σχετικισμός ή ρελατιβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + κρατία (< κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • ρελατιβισμός — ο, Ν ο σχετικισμός, η σχετικοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relativisme < υστερολατ. relativus «σχετικός» (< λατ. relatus < refero «αναφέρω») + κατάλ. isme (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρενουβιέ, Σαρλ-Μπερνάρ — (Renouvier, Μονπελιέ 1815 – Πραντές, Ανατολικά Πυρηναία 1903). Γάλλος φιλόσοφος. Ιδρυτής και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γαλλικού νεοκριτικισμού, από τα κυριότερα έργα του είναι τα Δοκίμια γενικής κριτικής (1854 1864), Η επιστήμη της ηθικής… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστές — Με τον όρο αυτό νοούνται εξέχουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης (οι περισσότεροι έζησαν τον 5o αι. π.Χ.), οι οποίες συνιστούν ένα πολυσύνθετο και αρκετά ποικίλων αποχρώσεων πολιτιστικό κίνημα, μεγάλης ιστορικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”